- μιγάζομαι
- μιγάζομαι = μίγνυμαι, part., Od. 8.271†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μιγάζομαι — (Α) (επικ. τ.) μίγνυμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς άδος ή από επίρρ. μίγα (πρβλ. πύκα: πυκάζω)] … Dictionary of Greek
μιγαζομένους — μιγάζομαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάζεσθαι — μιγάζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάζονται — μιγάζομαι pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγῇ — μίγνυμι mix aor subj pass 3rd sg μῑγῇ , μίγνυμι mix aor subj pass 3rd sg μιγάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)